- οπουούν
- ὁπουοῡν (Α)επίρρ. βλ. όπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁπουοῦν — ὅπου in some places indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπου — και οπού (ΑΜ ὅπου, ιων. τ. ὅκου) (αναφ. επίρρ.) 1. (ως τοπ.) στον τόπο που, εκεί που, σε όποιον τόπο (α. «άφησέ το όπου θέλεις» β. «τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι», Πλάτ.) 2. (για χρόνο ή περίσταση) οπότε, οσάκις, σε όποια περίπτωση… … Dictionary of Greek